-
1 место
I место η θέση μου' мой друзья οι φίλοι μου II место с 1) ο τόπος· η θέση (тж. театр.)· свободное \место η ελεύθερη θέση* положить на \место τοποθετώ* на \местое επί τόπου· занимать \место κρατώ θέση· занять первое \место παίρνω την πρώτη θέση* \место рождения ο τόπος γέννησης 2) (местность) о τόπος, η τοποθεσία, το μέρος· в наших \местоах στον τόπο μας* в этом \местое εδώ, σ' αυτό το μέρος 3) (должность) η θέση, το πόστο* * *с1) ο τόπος; η θέση (тж. театр.)свобо́дное ме́сто — η ελεύθερη θέση
положи́ть на ме́сто — τοποθετώ
на ме́сте — επί τόπου
занима́ть ме́сто — κρατώ θέση
заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω την πρώτη θέση
ме́сто рожде́ния — ο τόπος γέννησης
2) ( местность) ο τόπος, η τοποθεσία, το μέροςв на́ших ме́ста́х — στον τόπο μας
в э́том ме́сте — εδώ, σ'αυτό το μέρος
3) ( должность) η θέση, το πόστο -
2 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
3 место
1. (пространство, местность) о τόπος, το μέρος, ο χώρος 2. (пункт, пространство) το σημείο, το μέρος, ο χώρος, ο τόπος, η θέση. видимое астр. - ορατό -геометрическое - точек прикосновения η γεωμετρική θέση των σημείων επαφήςдействительное (нвг.) - πραγματικό -истинное астр. - πραγματικό -посадочное (маш.мех.) - εφαρμογήςсидячее (трансп.) - το κάθισμαспальное - мор. η κλίνηсреднее - астр. μέσο -3. (отдельная часть багажа, груза) η θέση 4. (положение, должность, служба, вакансия) η θέση, το πόστο 5. мед.детское - о πλακούς, ο πλακούνταςτο ύστερο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > место
-
4 место
мест||ос1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές. -
5 позиция
-и θ.1. θέση•позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•
ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•
пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.
|| η πόζα.2. διάταξη•артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•
передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.
3. άποψη• στάση•теоретические -и θεωρητικές θέσεις•
политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•
какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;
-
6 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
7 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
8 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
9 наш
наш (наша, наше, наши) ( δικός) μας· где \наши места? Πού είναι οι θέσεις μας; вот \наш дом να το σπίτι μας· это \наша книга είναι το βιβλίο μας· это \наше место είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας· это \наши дети είναι τα παιδιά μας* * *(наша, наше, наши)где наши места́? — πού είναι οι θέσεις μας
вот наш дом — να το σπίτι μας
э́то наша кни́га — είναι το βιβλίο μας
э́то наше ме́сто — είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας
э́то наши де́ти — είναι τα παιδιά μας
-
10 положение
положение с 1) (местоположение) η θέση, ο τόπος 2) (лоза) η πόζα, η στάση 3) (ситуация ) η κατάσταση 4) (место, роль ) η (κοινωνική) θέση* * *с1) ( местоположение) η θέση, ο τόπος2) ( поза) η πόζα, η στάση3) ( ситуация) η κατάσταση4) (место, роль) η (κοινωνική) θέση -
11 состояние
состояние с 1) (положение) η κατάσταση, η θέση 2) (имущество) η περιουσία ◇ я не в \состояниеи... δεν είμαι σε θέση να..., δεν μπορώ να...* * *с1) ( положение) η κατάσταση, η θέση2) ( имущество) η περιουσία••я не в состоя́нии... — δεν είμαι σε θέση να..., δεν μπορώ να…
-
12 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
13 вакансия
вакан||сияж ἡ χηρεύουσα θέση, ἡ κενή θέση, ἡ ἐλεύθερη θέση. -
14 должность
должностьж ἡ θέση [-ις], τό ἀξίωμα:штатная \должность ἡ μόνιμη θέση· занимать \должность κατέχω θέση· назначать на \должность· διορίζω κάποιον освобождать от \должностьти ἀπαλλάσσω των καθηκόντων. -
15 должность
-и θ.αξίωμα• υπηρεσιακή θέση, πόστο•административная должность διοικητική θέση•
должность судьи το αξίωμα του δικαστή•
получить πιάνω θέση•
быть без -и είμαι εκτός υπηρεσίας•
удвердить в -и εγκρίνω το διορισμό ως.
|| τα καθήκοντα•вступить в должность αναλαβαίνω τα καθήκοντα•
несовместимость -ей το ασυμβί-βαστον με την υπηρεσία•
временно исполняющий должность προσωρινός αναπληρωτής•
в должность идти ή ехать κ.τ.τ. πηγαίνω υπηρεσία.
-
16 занять
занять 1ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. занять 2)δανείζομαι χρήματα.занять 2займу, займешь, παρλθ. χρ. занял,) -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω•книги -ли всю полку τα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.
|| πιάνω θέση•судьи -ли свой места οι δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους.
|| πιάνω υπηρεσιακή θέση•занять место секретаря πιάνω δου λειά γραμματικού.
|| παίρνω θέση σε αγώνισμα.2. κυριεύω•занять крепость κυριεύω φρούριο.
3. απασχολώ, τρώγω (για χρόνο).4. απασχολώ, δίνω δουλεία. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. || προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρδίζω.εκφρ.дух (ή дыхание) заняло (занимает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή•занять оборону – πιάνω αμυντική γραμμή. -
17 поместить
-мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помещённый, βρ: -щён, -щена, -ноρ.σ.μ.1. τοποθετώ, θέτω, βάζω σε θέση, εγκαθιστώ, παρέχω θέση•поместить туристов в гостинице εγκαθιστώ τους τουρίστες στο ξενοδοχείο•
поместить все книги можно поместить в шкафу όλα τα βιβλία μπορεί να χωρέσουν στη βιβλιοθήκη•
поместить ребнка в детдом βάζω το παιδάκι στο παιδικό άσυλο•
поместить деньги в сберкассу βάζω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
2. καταχωρώ• συμπεριλαβαίνω•статью в журнале βάζω το άρθρο στο περιοδικό•
поместить объявление в газете δημοσιεύω ανακοίνωση στην εφημερίδα.
1. χωρώ• (συ μ) περιλαμβάνομαι.2. εγκατασταινομαι (σε σπίτι). || κάθομαι, πιάνω θέση. -
18 усидеть
усижу, усидишь ρ.σ.1. κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου•едва он -ел от боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του από τον πόνο.
2. παραμένω•ни одного дня не могу усидеть дома ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα-θήσω στο σπίτι•
секретарь -ел, несмотря на изменения ο γραμματικός παρέμεινε στη θέση του, παρά τις αλλαγές.
3. и- (απλ.) βλ. засидеть.4. и- (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό• τρώγω• πίνω• κατεβάζω. -
19 вакансия
1. (незамещённая должность) η κενή/ελεύθερη θέση 2. физ. η κενή θέση/οπήη απουσία ατόμου ή ιόντος στο κρυσταλλικό πλέγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакансия
-
20 досягаемость
η προσιτότητα, η θέση εντός εμβέλειαςвне (пределов) - и η θέση εκτός εμβέλειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > досягаемость
См. также в других словарях:
θέση — η 1. μέρος, τοποθεσία: Περίοπτη θέση. – Κατάλληλη θέση. – Θέση του στρατοπέδου. – Θέση της πόλης μας. – Βάζω τα πράγματα στη θέση τους. 2. κάθισμα: Δε βρήκαν θέση στο λεωφορείο. 3. κατάσταση: Βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. 4. άποψη: Οι θέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
θέσῃ — θέσηι , θέσις setting fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφική θέση — Η θέση ενός σημείου, τόπου ή περιοχής στην επιφάνεια της Γης, η οποία ορίζεται με τη βοήθεια των συντεταγμένων, δηλαδή του γεωγραφικού πλάτους και του γεωγραφικού μήκους. Η γ.θ. συνηθίζεται να θεωρείται πλήρης ορισμός ενός τόπου, στην… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek